Χιροσίμα

Χιροσίμα
(1.044.118 κάτ.) της δυτικής Ιαπωνίας στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (8.467 τ. χλμ.) και σημαντικότατο λιμάνι στην Εσωτερική Θάλασσα (Σέτο Ναϊκάι). Η X. είναι χτισμένη σε 6 νησιά, που σχηματίζονται από πολυάριθμους κλάδους του δέλτα του ποταμού Ότα και έχει ευθύγραμμους δρόμους, που διασταυρώνονται κανονικά, κατά το πρότυπο των κινεζικών πόλεων. Στις αρχές του B’ Παγκοσμίου πολέμου αριθμούσε 400.000 κάτ. και ήταν μια από τις πρώτες πόλεις της Ιαπωνίας σε πληθυσμό και οικονομική σημασία. Η ανοικοδόμηση της X., μετά την καταστροφή της, που έγινε στις 6 Αυγούστου 1945 από την έκρηξη της ατομικής βόμβας, η οποία προκάλεσε τον θάνατο περισσότερων από 90.000 ανθρώπων, υπήρξε αρκετά γρήγορη· η πόλη ξαναπήρε τον ρόλο της ως μεγάλου εμπορικού κέντρου των γεωργικών και ζωοτεχνικών προϊόντων της γύρω περιοχής καθώς και, των αλιευμάτων (στρείδια) της Εσωτερικής Θάλασσας, αλλά σε ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη βρίσκεται η βιομηχανία, ιδιαίτερα σημαντική στους τομείς υφαντουργίας (τεχνητές ίνες) και μεταλλομηχανουργίας (ναυπηγεία, εργοστάσια αυτοκινήτων). Η έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945 (φωτ. ΑΠΕ). To μνημείο της Ειρήνης στη Χιροσίμα έχει στηθεί στο χώρο όπου έπεσε η πρώτη ατομική βόμβα. Τώρα θεωρείται και μνημείο χιλιάδων νεκρών.To μνημείο της Ειρήνης στη Χιροσίμα έχει στηθεί στο χώρο όπου έπεσε η πρώτη ατομική βόμβα. Τώρα θεωρείται και μνημείο χιλιάδων νεκρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • ναγκασάκι — (Nagasaki). Πόλη (415.500 κάτ. το 2003) της νοτιοδυτικής Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του νομού Ναγκασάκι κεν. Βρίσκεται βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού Kιουσού, στο εσωτερικό ενός μικρού, ομώνυμου κόλπου που ανοίγεται στη Ανατολική Κινεζική… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”